- ακαυτηρίαστος
- -η, -ο (Α ἀκαυτηρίαστος, -ον) [καυτηριάζω]νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί«πληγή ακαυτηρίαστη»2. μτφ. όποιος δεν έχει επικριθεί με αυστηρότητα, δεν έχει στηλιτευθείαρχ.εκείνος που δεν έχει καυτηριαστεί, που δεν έχουν αποτυπωθεί στο δέρμα του ανεξίτηλα στίγματα με καυτό σίδερο«ἀκαυτηρίαστοι ἵπποι» (Στράβ. 5, 1, 9).
Dictionary of Greek. 2013.